- καλαμώνας
- [-ών (-ώνος)] ο см. καλαμιώνας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλαμώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 786 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 20 χλμ. Ν της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμπακίου. * * * ο (AM καλαμών) τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καλαμῶνας — καλαμών reed bed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επάνω Καλαμώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 250 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 24 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκανήσου … Dictionary of Greek
Κάτω Καλαμώνας — Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού προς την ακτή, 19 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκανήσου … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek